Ομιλία της Ζωής στην παρουσίαση του βιβλίου της Νάντιας Βαλαβάνη «Τρίτο Μνημόνιο: Η Ανατροπή μιας Ανατροπής», στην Αρχαιολογική Εταιρεία

Πλεύση Ελευθερίας

Φίλες και φίλοι,
καλησπέρα σας.

Ο λόγος που βρίσκομαι σήμερα εδώ δεν είναι εθιμοτυπικός. Δεν είναι καθόλου τυπικός.

Δεν συνηθίζω να παρουσιάζω βιβλία.

Για την ακρίβεια, έχω παρουσιάσει στη ζωή μου τρία και μόνο βιβλία, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, που αφορούν το περιεχόμενό τους και το υπόδειγμα των συγγραφέων τους:

Το «Κάτεργο Ανηλίκων» του Γιάννη Πετρόπουλου, που καταγράφει το μαρτύριο των ανηλίκων κρατουμένων, το «Πενθώ για τη Γερμανία, το παράδειγμα του Διστόμου», του Αργύρη Σφουντούρη, που αναφέρεται στην ιστορική εκκρεμότητα των γερμανικών οφειλών μέσα από τα μάτια ενός τετράχρονου αυτόπτη μάρτυρα του μακελειού,
τον «Τραγικό καθρέφτη: Αφήγηση και Θέατρο την Εποχή της Κρίσης» του Γιάγκου Ανδρεάδη, που καταγράφει την μνημονιακή άλωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας μέσα από την άλωση του πολιτισμού – γιατί μέσα από την άλωση του πολιτισμού πέρασε η άλωση δημοκρατίας και ελευθερίας.

Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόσκληση της Νάντιας Βαλαβάνη να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου της «3ο Μνημόνιο, η Ανατροπή μιας Ανατροπής».

Γιατί τιμώ την Νάντια.

Τη Νάντια της ακάματης εργασίας μυρμηγκιού στην πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ως Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Τη Νάντια με την οποία υποβάλαμε μαζί εκείνη την πρώτη αίτηση κατάθεσης εγγράφων για τα στοιχεία αμοιβών των συμβούλων του ΤΑΙΠΕΔ. Του εκτροφείου σκανδάλων που ο ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση θα καταργούσε, αλλά τελικά η Κυβέρνηση Τσίπρα, χωρίς τη συμμετοχή της Νάντιας Βαλαβάνη, αναβάθμισε σε Υπερταμείο ρευστοποίησης των πάντων.

Τη Νάντια με την οποία δουλέψαμε μαζί ενάντια στο ξεπούλημα του Ελληνικού, που σήμερα υπογράφουν και προωθούν πρόσωπα που άλλοτε κατήγγελλαν το έγκλημα.

Την Νάντια που διαδραμάτισε κεντρικό και κομβικό ρόλο στην υπεράσπιση όλων των στοιχείων της δημόσιας περιουσίας από την ιδιωτικοποίηση και δεν θα δεχόταν ποτέ να εξαργυρώσει και να τσαλαπατήσει αυτή τη διαδρομή όπως έκαναν άλλοι, που φάνηκε ότι η αγωνία τους δεν ήταν για το λιμάνι, αλλά για τον εαυτό τους.

Την Νάντια που κατέβαλε άοκνες προσπάθειες και τελικά επιτυχείς προσπάθειες, προκειμένου να αναλάβει πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης την αποκατάσταση των 15.000 μικροομολογιούχων που καταστράφηκαν από το PSI.

Τη Νάντια που όταν ανέλαβε Αναπληρώτρια Υπουργός έβαλε μπροστά για την εφαρμογή όλων όσα είχε δουλέψει ως Βουλευτής.

Δούλεψε μέρα νύχτα, ασταμάτητα, με πνευμονία από το νοσοκομείο, δεν σταμάτησε λεπτό για να υπηρετήσει τη λαϊκή εντολή που τόσο τίμησε.

Τη Νάντια που έβαλε πλάτη για τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας.

Και που υπέβαλε παλικαρίσια την παραίτησή της στις 13 Ιουλίου 2015, όταν ήρθε αντιμέτωπη με το δίλημμα παραμονή στην εξουσία ή υπεράσπιση της κοινωνίας – και έδωσε την αυτονόητη απάντηση.

Τιμώ τη Νάντια για τη συνέπειά της, την ανιδιοτέλειά της, την εργατικότητά της, το φιλότιμό της.

Την τιμώ και για έναν ακόμη λόγο: γιατί υπερασπίσθηκε αρχές και αξίες πατώντας στα πόδια της και στηριζόμενη στις στέρεες στη συνείδησή της ιδέες της και όχι επιδιώκοντας να τις υποστυλώνει μέσα από τους μηχανισμούς των κομματικών εσωτερικών συσχετισμών, ανένταχτη σε συνιστώσες και τάσεις, υπερασπιζόμενη την ουσιαστική συλλογική πολιτική δράση και σύμπραξη με κόστος και τίμημα.

Είπα ότι δέχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόσκληση της Νάντιας. Η αλήθεια είναι ότι της έκανα μόνο μία ερώτηση: Ποιοι θα συμπαρουσιάσουν. Σε μια περίοδο σύγχυσης, όπου πολλά πρόσωπα και πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται, σε μια περίοδο οδυνηρών αποκαλύψεων, αλλά και των πιο αισιόδοξων προκλήσεων, έχει πάνω από όλα σημασία να μην μπερδεύουμε τους πολίτες συμμετέχοντας σε συνάξεις πολιτικού παραγοντισμού, πολιτικής προθέρμανσης ή πολιτικής σούπας.

Η παρουσία μου σε αυτό το τραπέζι έχει την έννοια ότι τιμώ και μπορώ να συνυπάρχω και να συζητώ με τους ανθρώπους που υπερασπίστηκαν με συνέπεια τα κεκτημένα του λαού και της δημοκρατίας και δεν αφέθηκαν σε σειρήνες της επ’ ανταλλάγματι παράδοσης και υποταγής.

Οι προκλήσεις της εποχής, όμως, δεν αφορούν στενά ούτε την Αριστερά ούτε κανένα περιχαρακωμένο πεδίο της πολιτικής γεωγραφίας.

Οι προκλήσεις της εποχής αφορούν συνολικά τον λαό. Και σε αυτή τη συγκυρία και σε αυτές τις προκλήσεις και η Αριστερά, αλλά και όλοι όσοι εμφορούνται από δημοκρατικό φρόνημα και από πάθος για την ελευθερία οφείλουν πρώτα από όλα να υπηρετήσουν αυτή την επιταγή αποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας, μέσα από την οποία θα μπορέσει να αποκατασταθεί και η Αριστερά, αλλά πρώτα από όλα η κοινωνία.

Το βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη «Τρίτο Μνημόνιο, η Ανατροπή μιας Ανατροπής» έχει στη συνείδησή μου τη διάσταση μιας επίκαιρης και αναγκαίας ανταπόκρισης στο καθήκον αλήθειας. Το καθήκον αλήθειας που έχουμε όλοι και όλες όσοι από δημόσια θέση βιώσαμε και διαμορφώσαμε την Ιστορία.

Εκείνο που έχει αξία στην ιστορική καταγραφή είναι ο χρόνος, ο τρόπος και η συμβολή στη διαμόρφωση των γεγονότων, όχι η εκ των υστέρων ανάσυρση από τη ναφθαλίνη διαστρεβλωμένων καταγραφών που δεν υπηρετούν την αλήθεια, αλλά τη ματαιόδοξη και αυτάρεσκη εξοικονόμηση υστεροφημίας ή μία διακίνηση προϊόντων γαργαλιστικών αποκαλύψεων.

Στη συνείδησή μου λοιπόν η καταγραφή των βιβλίων της Νάντιας Βαλαβάνη είναι ακριβώς μια πράξη αλήθειας.

Μια πράξη τοποθέτησης, μια πράξη συμβολής στην καταγραφή της ιστορίας, αλλά και στη συγγραφή της ιστορίας από σήμερα και εμπρός.

Η ιστορία γράφτηκε και μέσα από προσωπικές επιλογές και από προσωπικές στάσεις και πράξεις.

Η ιστορία γράφεται καθημερινά μέσα από τις επιλογές μας, τις πράξεις και τη στάση μας και, σε αυτό το κρίσιμο σημείο της ιστορίας, έχει τεράστια σημασία να αναμετρηθούμε με το παρελθόν, να το καταγράψουμε, να το αποτυπώσουμε, να το αναδείξουμε, αλλά κυρίως να διεκδικήσουμε το παρόν και το μέλλον, να διεκδικήσουμε να γράψουμε εμείς την ιστορία.

Θα διαβάσω ένα κομμάτι από τον πρόλογο του βιβλίου που θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί αναδεικνύει την αγωνία της Νάντιας, αυτή την αγωνία που διατρέχει το βιβλίο και θεωρώ ότι καταγράφει τη θέση της, την πολιτική της θέση και στάση απέναντι στην Ιστορία.

Μιλάει για έναν άρθρο που επιγραφόταν «Μνήμες μιας Σκοτεινής Εποχής». Και λέει η Νάντια: «Το άρθρο δεν αναφερόταν σε μνήμες της εποχής των Μνημονίων, αλλά του πρώτου εξαμήνου της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σε μνήμες από την πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα κυβερνητική απόπειρα απεμπλοκής της χώρας και του λαού της από το ζυγό της επιτροπείας και των μνημονίων. Εγκαταλειμμένες από το κόμμα που έγινε κυβέρνηση με ένα τέτοιο πρόγραμμα ως, στην καλύτερη περίπτωση, μνήμες μιας λάθος εποχής, Οι μνήμες αυτές ήδη βρίσκονται αντιμέτωπες με την σε πλήρη εξέλιξη επιχείρηση μιας ιδιόμορφης εσωτερικής συμμορίας των μνημονίων» – εγώ θα την έλεγα μαφία των μνημονίων- «κομμάτων και ανθρώπων που ο ρόλος τους στάθηκε κρίσιμος για την εγκατάσταση του μνημονιακού καθεστώτος. Αυτή η επιχείρηση τιμολογεί ακόμα και το πόσο κόστισε η αντίσταση στο μνημονιακό καθεστώς, όσο το δάνειο που συνοδεύει το τρίτο μνημόνιο. Συμπέρασμα; Η αντίσταση είναι, όχι μόνο μάταιη –απόδειξη, το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ, αλλά επίσης πολύ ακριβή, πανάκριβη, πληρώνανε με το άδειασμα των τελευταίων ποσών από τους λογαριασμούς στην τράπεζα μετά από μια ζωή δουλειάς, με την απώλεια και από άλλους της δουλειάς τους –ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σήμερα σε έναν εργαζόμενο άνθρωπο- με αβάσταχτους φόρους, με την αρπαγή του σπιτιού σου, με την απώλεια των παιδιών σου, που φεύγουν στο εξωτερικό. Και αυτή η τιμή της αντίστασης –λένε στον λαό- δεν πληρώνεται μόνο από όσους ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, την πληρώνουμε όλοι, ακόμα και όσοι ψηφίσαμε ΝΑΙ σε όλα, επειδή τελικά η τιμωρία για την αντίσταση είναι συλλογική. Γι’ αυτό και όσοι αντιστάθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχουν, όχι μόνο πολιτικές, αλλά και ποινικές ευθύνες.

Συνεχίζει η Νάντια: Ποιος άλλος θα μπορούσε να υπερασπιστεί της μνήμες αυτής της περιόδου, εκείνου του εξαμήνου; Δικαιωματικά και πριν από όλους, ο ίδιος ο λαός. Τα 40% που ανέδειξε μια κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας τον Γενάρη του 2015, με εντολή αποδόμησης του μνημονιακού καθεστώτος και ανάκτησης της κυριαρχίας. Η κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που ψήφισε 62% ΟΧΙ με κλειστές τράπεζες. Οι άντρες και οι γυναίκες που μας σταματούσαν στον δρόμο επί έξι μήνες και μας έλεγαν “βαστάτε γερά” και “μη μας πουλήσετε”» –

(Ζωή: Μας έλεγαν και “μη μας προδώσετε”)- είναι αυτοί που αποδείχτηκαν ανώτεροι των περιστάσεων, που προχώρησαν πέρα από την ίδια την κυβέρνηση που τους καλούσε να τη στηρίξουν.

Ωστόσο –λέει η Νάντια- αυτή η πλειοψηφία δεν είναι ακόμα σε θέση να το κάνει.

Εδώ έχουμε μια διαφωνία. Εγώ νομίζω ότι αυτή η πλειοψηφία είναι σε θέση να το κάνει. Αυτή η πλειοψηφία είναι σε αναμονή, είναι σε εγρήγορση, υπάρχει ένα πολιτικό καθήκον εκπροσώπησής της, υπάρχει ένα πολιτικό καθήκον σύμπραξης με αυτήν την πλειοψηφία, που είναι έτοιμη, όπως ήταν πανέτοιμη και τον Ιούλιο του 2015 , σε πείσμα της προπαγάνδας, σε πείσμα της τρομοκρατίας, σε πείσμα των προγνώσεων, σε πείσμα των απειλών.

Αυτή η πλειοψηφία υπάρχει, δεν εξαϋλώθηκε, όπως θα ήθελαν κάποιοι, δεν διαγράφεται από αυτή την εκτρωματική αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών και της ιστορίας, όπως την εντοπίζει και τη στηλιτεύει η Νάντια Βαλαβάνη στο βιβλίο της. Αυτή η πλειοψηφία είναι εδώ, είμαστε κομμάτι της, αλλά είναι πολύ ευρύτερη από εμάς όλους, και αυτή η πλειοψηφία είναι που θα καθορίσει και είναι που πρέπει να γράψει την Ιστορία.

Συμμερίζομαι απόλυτα την αγωνία της Νάντιας, την Ιστορία να τη γράψει ο λαός, την Ιστορία να τη γράψουν οι πολίτες. Η Ιστορία να γραφτεί με όρους συλλογικής εγρήγορσης, δημοκρατίας και μάχης, με όρους αντίστασης και όχι υποδούλωσης, με όρους ανυπακοής και όχι συμμόρφωσης.

Και σε αυτή την πορεία, σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα, του να γράψουμε την ιστορία όπως μας πρέπει, όπως μας αξίζει και όπως δικαιούμαστε, αλλά και όπως υποχρεούμαστε κατά το Σύνταγμα, έχει τεράστια σημασία ο λαός να γνωρίζει την αλήθεια.

Σε αυτή την επιταγή ανταποκρίνεται το βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη, φωτίζει πτυχές της αλήθειας, καταγράφει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει, καταθέτει. Είναι στην ίδια πορεία και λογική με την πρόσφατη πρωτοβουλία που πήρε η Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους να ξεκινήσει μία διαδικασία ακροάσεων των προσώπων που διαδραμάτισαν δημόσιο ρόλο στην περίοδο του 2015-2016, να ζητήσει να συμπράξουν στην καταγραφή της Ιστορίας εκείνα τα πρόσωπα που υπηρέτησαν από θέση ευθύνης τα δημόσια πράγματα, τη δημοκρατία και την υπόθεση της κατακρήμνισης του μνημονιακού καθεστώτος που ακόμα εκκρεμεί.

Είναι πολλά πρόσωπα από αυτά εδώ σήμερα, που θα ζητήσουμε τη σύμπραξή τους σε αυτή την ιστορική καταγραφή, την οποία πολλοί δεν θέλουν και πολλοί φοβούνται – και σωστά τη φοβούνται.

Το βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη έχει αξία και για έναν επιπρόσθετο λόγο, που θεωρώ πολύ σημαντικό, για τον λόγο ότι αναδεικνύει αυτό στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως: την προσωπική στάση του καθενός. Αυτή που καθορίζει τη ζωή του αλλά είναι ικανή να καθορίσει και την ιστορία. Και που όταν συμποσούται και ενώνεται με τις στάσεις και τις αποφάσεις περισσοτέρων, που μακάρι να προκύπτουν και σε συλλογικό επίπεδο, αλλά στην τελική απόφαση είσαι πάντα μόνος σου, τότε είναι ικανή να ανατρέψει συνολικά τον Ρου της Ιστορίας.

Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό, Νάντια, ότι στο βιβλίο σου επιλέγεις και αναδεικνύεις την προσωπική στάση τριών ανθρώπων, του Παναγιώτη Δάμνη, του Δημήτρη Κλούρα και του Στέφανου Πάντου που επέλεξαν να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους, αντί να υποβληθούν στη λαγνεία της εξουσίας.

Που αρνήθηκαν να σιωπήσουν συναινώντας, που άφησαν καρέκλες και αξιώματα για να κρατηθούν συνεπείς στις αρχές τους.

Τον Δημήτρη τον Κλούρα συμβαίνει να τον εκτιμώ ιδιαίτερα γιατί τον γνωρίζω προσωπικά γιατί συνεργαζόμαστε και στη Δικαιοσύνη για Όλους. Για καθέναν, όμως άνθρωπο, στον οποίο αναφέρεσαι, εκείνο που έχει την ιδιαίτερη αξία του είναι ακριβώς ότι συγκροτεί η στάση και η επιλογή της παραίτησης, συγκροτεί υπόδειγμα αλλά και υπόδειξη ότι υπάρχει πάντοτε επιλογή, ότι υπάρχει πάντοτε άλλος τρόπος, άλλος δρόμος, άλλο ήθος και άλλη διαδρομή και για τη μάχη και για τη νίκη.

Το τρίτο σημείο που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό και γενναίο στο βιβλίο της Νάντιας Βαλαβάνη είναι το τρίτο μέρος του βιβλίου. Το «Επί Προσωπικού». Το μέρος όπου καταγράφει την πολιτική, μιντιακή, καθεστωτική και επιχειρηματική επιχείρηση εξαΰλωσης της προσωπικότητάς της. Της κανιβαλικής επίθεσης σε σημείο αμφισβήτησης του πυρήνα και της ουσίας της ύπαρξής της. Πολλές φορές η δολοφονία δεν γίνεται με μέσα φυσικής εξόντωσης, αλλά προσλαμβάνει ακριβώς αυτούς τους μηχανισμούς της ηθικής καταρράκωσης, της ηθικής εξαφάνισης.

Είναι πολύ γενναίο ότι η Νάντια καταγράφει αυτή την εμπειρία. Τη φωτίζει, την καταγγέλλει, την αναδεικνύει, αλλά και την εντάσσει στους μηχανισμούς αυτού του καθεστώτος, που επιδίωξε και επιδιώκει να απομονώσει ένα προς ένα τα επικίνδυνα πρόσωπα, τα ανυπάκουα, εκείνα που δεν θα μπουν στη βολή της συναλλαγής, δεν θα μπουν στο σακούλι της εξουσίας, και άρα πρέπει να αμφισβητηθούν στην υπόστασή τους, στην ύπαρξή τους.

Είναι πολύ γενναίο το γεγονός ότι καταγράφεις, Νάντια, αυτό που πράγματι έγινε, αλλά και ότι καταγράφεται μια άλλη οδυνηρή πραγματικότητα και αυτή είναι ότι δεν έστερξαν όσοι όφειλαν να σε υπερασπιστούν. Και δεν το έκαναν ακόμα και όταν το ζήτησες για πρώτη φορά στην πολιτική σου διαδρομή – θυμάμαι εκείνη την ομιλία σου σε εκείνη τη φοβερή Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ της 30ης Ιουλίου του 2015.

Επειδή μου κάνεις την τιμή στο βιβλίο σου να μνημονεύεις ότι ήμουν από τους λίγους που σε υπερασπίστηκαν, θέλω να πω το εξής – και αισθάνομαι την ιστορική υποχρέωση να το πω: δεν μου ζήτησες να σε υπερασπιστώ. Δεν μιλήσαμε καν. Δεν χρειάστηκε. Γιατί είναι αυτονόητο καθήκον η υπεράσπιση, εγώ δεν θα πω του συντρόφου, θα πω του ανθρώπου με τον οποίο δίνεις μαζί μια μάχη και βρίσκεται βαλλόμενος στην ύπαρξή του από το απέναντι στρατόπεδο, από τον εχθρό.

Και αυτό το αυτονόητο δεν λειτούργησε τότε, όπως δεν λειτούργησε τις περισσότερες φορές. Και όσο αυτό το αυτονόητο δεν λειτουργεί, ως ηθική υποχρέωση, όχι διαπροσωπικής αλληλεγγύης, αλλά ουσιαστικής συνέπειας σε αυτό που υπηρετούμε ως αρχές και αξίες, τόσο θα βρίσκονται άνθρωποι ξανά και ξανά και ξανά και ξανά μόνοι τους στη μάχη. Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η ιστορική καταγραφή της Νάντιας Βαλαβάνη πρέπει να αποτελέσει ένα ηχηρό ράπισμα στην προοπτική κάθε επόμενης μάχης. Κανείς δεν δικαιούται να αφήνει τον διπλανό του μόνο του στη μάχη, κανείς δεν δικαιούται να παραμένει αμήχανος ή να παρατηρεί χαιρέκακα την επίθεση και τον κανιβαλισμό, γιατί αυτός ο μηχανισμός στο τέλος δεν λειτουργεί για την προσωπική μόνο εξόντωση, αλλά για τη συλλογική ματαίωση των κοινών στόχων και σκοπών, αν πράγματι είναι κοινοί στόχοι και σκοποί.

Λέγοντας αυτά, θα ήθελα να κλείσω, αναφέροντας κάτι που θεωρώ πολύ τρυφερό, αλλά και πολύ ουσιαστικό για το βιβλίο της Νάντιας. Η Νάντια αφιερώνει το βιβλίο στον σύντροφο της ζωής της, στον Δήμο Τσακνιά, και τον αναφέρει ως έναν απόντα και συνεχώς παρόντα από τα δύο συγκλονιστικά εξαιρετικά δύσκολα και μοναχικά χρόνια.

Θεωρώ κι αυτό μια ένδειξη γενναιότητας, που αναδεικνύει ότι αυτά τα ευγενή αισθήματα και η αγάπη που ένωσε τους δύο αυτούς ανθρώπους σε αυτή τη διαδρομή είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την υπηρέτηση των πιο ευγενών σκοπών, των πιο σπουδαίων και μεγάλων αρχών και αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Νάντια, το βιβλίο σου δεν αποτελεί ιστορική καταγραφή, αποτελεί πολιτική πράξη ευθύνης, παρρησίας, αυτοέκθεσης, με αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση, αυτοδέσμευσης με αισιοδοξία και εγρήγορση.

Είναι πράξη γενναιότητας και εύχομαι, ελπίζω και πιστεύω ότι το παράδειγμά σου θα εμπνεύσει και θα οδηγήσει και άλλους σε αυτή τη διαδρομή.

Και σ’ ευχαριστώ που με τίμησες με την παρουσίαση.