Συνέντευξη της Ζωής στα Παραπολιτικά και στον Παναγιώτη Τζένο (15/12/2018): “Η περίπτωση Πετσίτη βοά για διαπλοκή”

Πλεύση Ελευθερίας

Μύθο χαρακτηρίζει η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, το λεγόµενο «ηθικό πλεονέκτηµα» της κυβέρνησης Τσίπρα µιλώντας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», επισηµαίνοντας ότι αυτό «έχει προ πολλού καταρρεύσει». Η ίδια θυµίζει ότι η κυβέρνηση αυτή ήταν που έφερε τροπολογία για να προστατεύσει υπουργούς µε offshore, ενώ καλεί τη ∆ικαιοσύνη να ερευνήσει την υπόθεση Πετσίτη. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής υπογραµµίζει ότι «η περίπτωση Πετσίτη βοά για διαπλοκή και για κυβερνητική διαφθορά», τονίζοντας ότι δεν δέχεται ότι δεν ήξεραν ο Παππάς και ο Τσίπρας για τον Πετσίτη, όπως δεν δέχεται «ότι δεν ήξερε ο Σηµίτης για τον Τσουκάτο και τον Τσοχατζόπουλο».

Ερ.: Κυρία Κωνσταντοπούλου, ο πρωθυπουργός από το βήµα της Βουλής υπερασπίστηκε για µία ακόµα φορά το ηθικό πλεονέκτηµα της κυβέρνησής του. Είπε µάλιστα χαρακτηριστικά ότι «εµείς δεν είµαστε κόµµα offshore». Τη συµµερίζεστε αυτή την τοποθέτηση;

ΖΚ: Ο µύθος του ηθικού πλεονεκτήµατος έχει προ πολλού καταρρεύσει. Για τους πολίτες και για όσους πιστέψαµε ότι υπήρχε αυτό το ηθικό πλεονέκτηµα, µε τρόπο τραυµατικό διαψεύστηκε. ∆υστυχώς, εκείνο το οποίο αποδείχτηκε µέσα από τις πράξεις και του Τσίπρα και της κυβερνητικής παρέας είναι µια αδίστακτη αντίληψη και για τη διακυβέρνηση και για την εξουσία, την οποία αντιµετωπίζουν ως εργαλείο προσωπικής οικονοµικής ωφέλειας, ως εργαλείο συγκέντρωσης χρήµατος και ως εργαλείο άσκησης επιρροής. Όσο για τη φράση «δεν είµαστε κυβέρνηση offshore»… είναι πάντως σίγουρα η κυβέρνηση που έφερε τροπολογία για να προστατεύσει υπουργούς µε offshore, που δεν τις είχαν δηλώσει στο «πόθεν έσχες» τους. Και αυτό αποτελεί ένα κοινοβουλευτικό γεγονός της ντροπής.

Ερ.: Με αφορµή την υπόθεση Πετσίτη, είπατε βαριές κουβέντες. Μέχρι ότι ο σηµερινός πρωθυπουργός µε τον περίγυρό του δρα µε όρους µαφίας. ∆εν ξέρω αν µε αυτόν τον τρόπο αφήνετε να εννοηθεί ότι µπορεί να υπάρχουν σκιές για διακίνηση «µαύρου» πολιτικού χρήµατος.

ΖΚ: Νοµίζω ότι είναι ακριβής η φράση και συνηθίζω να ακριβολογώ. Οταν ο νεροκουβαλητής φτάνει να εκτοξεύει το εισόδηµά του επί 40 φορές, όταν αναδεικνύεται σε παράγοντα οικονοµικής και επιχειρηµατικής δραστηριότητας ο αχθοφόρος του στενότερου συνεργάτη του πρωθυπουργού, του Παππά, είναι αυτονόητο και πασίδηλο ότι η συγκέντρωση χρήµατος στα πρόσωπα αυτών που τον επέλεξαν και τον έχουν δίπλα τους, δηλαδή του Παππά και του Τσίπρα, δεν µπορεί παρά να είναι πολύ µεγαλύτερη. Και αυτό σηµαίνει µια ευθύνη στους ελεγκτικούς µηχανισµούς και στη ∆ικαιοσύνη να ερευνήσουν. Αυτό είναι το οποίο επεσήµανα και στο οποίο επιµένω.

Ερ.: Επειδή λέτε ότι ακριβολογείτε, χαρακτηρίζετε τον κ. Πετσίτη αχθοφόρο του κ. Παππά; Φαντάζοµαι ότι δεν εννοείτε ότι κουβαλούσε τα σακάκια του και τα προσωπικά του αντικείµενα. Φαντάζοµαι ότι υπονοείτε κάτι άλλο.

ΖΚ: Λέω ευθέως ότι κουβαλούσε τα προσωπικά του αντικείµενα και λέω ευθέως ότι, όταν ο άνθρωπος που κουβαλούσε τα προσωπικά του αντικείµενα φτάνει να καταγράφει µια τέτοιου είδους οικονοµική εκτίναξη, αυτό δεν µπορεί παρά να σηµαίνει ότι αυτή η εκτίναξη αντικατοπτρίζει την οικονοµική δραστηριότητα και τη συναλλαγή του κ. Παππά και του κ. Τσίπρα.

Ερ.: Επειδή ήσασταν από την πρώτη ηµέρα στον ΣΥΡΙΖΑ, εσείς τον είχατε γνωρίσει τον κ. Πετσίτη; Ποιο είναι το αντικείµενο που έχει µέσα στο κόµµα;

ΖΚ: Εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον είχα δει ως, στην κυριολεξία, παρατρεχάµενο του κ. Παππά, ως τον άνθρωπο που τον συνόδευε σε όλες του τις συναντήσεις και περίµενε απέξω στα ραντεβού. ∆εν ήξερα ούτε καν το επώνυµό του και σίγουρα γνωρίζω ότι δεν είχε καµία θεσµική ιδιότητα, κανέναν θεσµικό ρόλο. Ούτε φυσικά µπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτανε µε αυτόν τον τρόπο να διεισδύσει και να προωθηθεί -γιατί δεν είναι µια προσωπική δράση αυτή- σε τέτοιου είδους δραστηριότητες και να αναλάβει τη διεκπεραίωση τέτοιου είδους αντικειµένων όπως αυτά που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας. ∆εν πρέπει να µασάµε τα λόγια µας: η περίπτωση Πετσίτη βοά για διαπλοκή, για διαφθορά κυβερνητική. ∆εν µιλάµε για ένα απολωλός πρόβατο. Οπως δεν µπορεί κανείς να δεχτεί -εγώ θα το πω ευθέως- ότι δεν ήξερε ο Σηµίτης για τον Τσουκάτο και για τον Μαντέλη, για τον Τσοχατζόπουλο και για τον Παπαντωνίου, άλλο τόσο δεν δέχοµαι ότι δεν ήξεραν ο Παππάς και ο Τσίπρας για τον Πετσίτη. Με απλά λόγια, η ωφέλεια του Πετσίτη οφείλεται στη σχέση του µε τον Παππά και τον Τσίπρα. Και οφείλεται στην προσδοκία που είχαν αυτοί που µαζί του συνέπραξαν και συναλλάχθηκαν από την κυβέρνηση, όχι από τον Πετσίτη.

Ερ.: Μετά τις εκλογές, οι «µετοχές» του κ. Πετσίτη εµφανίζονται να εκτοξεύονται. Συναλλάσσεται µε επιχειρηµατίες όταν, αποδεδειγµένα, δεν φαίνεται να έχει κάποια προσόντα για να το κάνει αυτό. Εσείς εκτιµάτε ότι αυτές οι επαφές αφορούσαν τον ίδιο ή κάποιες δουλειές ή υποθέσεις της κυβέρνησης;

ΖΚ: Είναι προφανές ότι αφορούν την κυβέρνηση οι επαφές αυτές. Και είναι προφανές το γεγονός ότι, τουλάχιστον το εµφανές κοµµάτι τους, αυτά δηλαδή που δηλώνονται, είναι τόσο προκλητικά, ώστε αυτά που δεν δηλώνονται είναι πολλαπλάσια για την κυβέρνηση.

Ερ.: Κατά τη γνώµη σας, θα έπρεπε η ∆ικαιοσύνη να κινηθεί και να τα ψάξει όλα αυτά;

ΖΚ: Η ∆ικαιοσύνη έπρεπε ήδη να έχει κινηθεί. Η ∆ικαιοσύνη όµως είναι, δυστυχώς, σε µεγάλο βαθµό -και µάλλον δεν θα πω η ∆ικαιοσύνη, αλλά η δικαστική εξουσία και πρόσωπα υψηλά ιστάµενα στην ιεραρχία και του δικαστικού σώµατος και του εισαγγελικού, µεταξύ των οποίων η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου- ελεγχόµενη από την κυβέρνηση. Εχουν διοριστεί από την κυβέρνηση και δρουν προς προστασία της. Είναι λοιπόν εκτεθειµένα πρόσωπα, εκτεθειµένοι λειτουργοί και εκτίθενται ακόµη περισσότερο όσο δεν ερευνούν.

Ερ.: H κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πολέµησε τη διαπλοκή ή τελικά υπήρξε συνδιαλλαγή µε τα λεγόµενα «τζάκια» ή µε τους επιχειρηµατίες;

ΖΚ: Νοµίζω ότι ξεκάθαρα η κυβέρνηση Τσίπρα θέλησε να µιµηθεί τους προκατόχους της. Και µε έναν τρόπο θεώρησε ότι αυτό µπορεί να το κάνει δικαιωµατικά. Επειδή το έκαναν οι προηγούµενοι, έχουµε δικαίωµα να το κάνουµε κι εµείς. Και το έκανε σε όλα τα επίπεδα. Και βέβαια βρήκε πρόθυµους συνοµιλητές και συναλλασσόµενους. Και βρίσκει και εν αναµονή συνοµιλητές και συναλλασσόµενους και παίζει ένα παιχνίδι του µαστίγιου και του καρότου, της απειλής και του εκφοβισµού και της συναλλαγής. Για µένα είναι εξαιρετικά οδυνηρό να βλέπω ότι καθετί που κατήγγειλα ως υπεύθυνη για τους τοµείς δικαιοσύνης και διαφάνειας, για τη µάχη κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, καθετί που κατήγγειλα ότι έκαναν οι προηγούµενοι, κάθε τροπολογία της νύχτας για υπόθαλψη εγκληµάτων, κάθε µεθόδευση για ενθυλάκωση χρηµάτων, καθετί που κατήγγειλα το κάνουν οι σηµερινοί µε τον χειρότερο τρόπο. Με πολλαπλάσια ένταση, µε πολλαπλάσιο όφελος και µε πολύ µεγαλύτερο θράσος.

Ερ.: Πιστεύετε ότι αυτά είναι σε γνώση του πρωθυπουργού;

ΖΚ: Φυσικά.

Ερ.: Θεωρείτε ότι ο κ. Τσίπρας τα γνωρίζει όλα αυτά;

ΖΚ: Φυσικά τα γνωρίζει όλα αυτά και φυσικά πάντοτε ο επικεφαλής γνωρίζει. Ακόµη κι αν δεν γνωρίζει, έχει την ευθύνη. Αυτό είναι γενική διατύπωση, µε την οποία θέλω να πω ότι, αν οτιδήποτε είχε γίνει εν αγνοία ή παρά την εντολή του κ. Τσίπρα, να είστε βέβαιοι ότι θα είχαν αποπεµφθεί εκείνοι οι οποίοι έπραξαν αντίθετα µε τις εντολές. Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένα σύστηµα το οποίο, υπό την πλήρη γνώση της κεφαλής, υπό την πλήρη γνώση του κ. Τσίπρα, εξυπηρετεί την προστασία του ιδίου ακριβώς µε την κατανοµή ρόλων. ∆εν µπορεί ούτε πρέπει κανείς να πιστέψει ότι ο Παππάς είναι ο κακός και ο Τσίπρας ο καλός. Ο Παππάς είναι το alter ego, ο αντικατοπτρισµός, το πρόσωπο επιλογής και η πραγµατική προσωπικότητα του Τσίπρα.

Ερ.: Εχετε αναφερθεί και στις τοποθετήσεις του κ. Καµµένου και του κ. Πολάκη στα θέµατα της ∆ικαιοσύνης και πώς εργαλειοποιούν, σε έναν βαθµό, τη ∆ικαιοσύνη. Θεωρείτε ότι υπάρχει προσπάθεια να κρύψουν τις δικές τους υποθέσεις;

ΖΚ: Το πρόβληµα είναι ακόµη πιο σύνθετο, γιατί και οι προτάσεις Εξεταστικής ή Προκαταρκτικής που φέρνει η ίδια η κυβέρνηση, αφού χρησιµοποιούνται ως ενός είδους δαµόκλεια σπάθη για τους πολιτικούς αντιπάλους της, καταλήγουν σε αποτελέσµατα εξαιρετικά αναντίστοιχα µε ό,τι διαφηµίστηκε. Το ίδιο έγινε και στην Προκαταρκτική για την Υγεία και στην Προκαταρκτική για τα Μέσα Ενηµέρωσης και το ίδιο θα γίνει µε κάθε υπόθεση που χρησιµοποιείται ως φόβητρο. Γιατί θα γίνει το ίδιο; Γιατί έχουν υπ’ όψιν τους τα δικά τους σκάνδαλα. Εχουν υπ’ όψιν τους τις δικές τους ευθύνες, αλληλοεκβιάζονται και τελικώς αποσκοπούν στο να δηµιουργήσουν εντυπώσεις, να κρατήσουν σε έναν έλεγχο την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, που είναι ούτως ή άλλως εκτεθειµένη για τα πεπραγµένα της, και τελικώς να κερδίσουν πολιτικό χρόνο εξουσίας.

Ερ.: Επειδή υπήρξατε επί σειράν ετών τοµεάρχης ∆ικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ και είστε και έµπειρη νοµικός, θέλω µε το χέρι στην καρδιά να µου σχολιάσετε το έργο της ηγεσίας του υπουργείου ∆ικαιοσύνης. Των προσώπων που πέρασαν από το υπουργείο. Είστε ικανοποιηµένη;

ΖΚ: Προφανώς όχι και προφανώς το τι έχουν κάνει οι επίλεκτοι υπουργοί ∆ικαιοσύνης από την πρώτη στιγµή δίνει την απάντηση στο γιατί δεν έγινα υπουργός ∆ικαιοσύνης. Κοιτάξτε, έχουµε 4 υπουργούς. Εχουµε τον Παρασκευόπουλο, τον Παπαγγελόπουλο, που είναι ο µακροβιότερος στη θέση αυτή, γείτονας του κ. Τσίπρα, τον Κοντονή και τον Καλογήρου. Κανένας από τους τέσσερις δεν έβαλε την υπογραφή που απαιτείται για να εκτελεστεί µια αµετάκλητη απόφαση, αυτή για το ∆ίστοµο, για τη δικαίωση των θυµάτων έναντι της Γερµανίας, µια απόφαση της ελληνικής ∆ικαιοσύνης αµετάκλητη από το 2000, που κανένας υπουργός ∆ικαιοσύνης δεν υπογράφει έκτοτε. Εχουν περάσει 14 υπουργοί ∆ικαιοσύνης. Οι τέσσερις του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισαν την ντροπιαστική παράδοση των προκατόχων τους. Μολονότι ο Παρασκευόπουλος στις προγραµµατικές δηλώσεις του Φλεβάρη του ’15 δήλωσε ότι αυτός θα βάλει την υπογραφή. ∆υστυχώς, η διαδροµή και τα έργα και οι ηµέρες τους είναι, θα έλεγα, εξαιρετικά ντροπιαστικά και για τους ίδιους και για την κυβέρνηση. ∆είχνουν τη µικρότητα κυβερνητικών προσώπων, που θέλησαν στον τοµέα της δικαιοσύνης να ασκήσουν εξουσία ελέγχοντας τη ∆ικαιοσύνη και δείχνουν και το πολύ σοβαρό ζήτηµα του ότι επιχείρησαν άπαντες να κανοναρχήσουν τη ∆ικαιοσύνη, κάποτε επιτυγχάνοντάς το, και, αντίστροφα, απέτυχαν άπαντες να προστατεύσουν τους πολίτες, να αποκαταστήσουν το αίσθηµα δικαίου και την πρόσβαση των πολιτών στη ∆ικαιοσύνη.

Ερ.: Το γεγονός ότι στα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων έχουν κάνει τις περισσότερες αναφορές, καταγγελίες, ανακοινώσεις και διαµαρτυρίες για παρεµβάσεις στο δικαστικό έργο πώς το σχολιάζετε;

ΖΚ: Η κυβέρνηση προσπαθεί να χειραγωγήσει τη ∆ικαιοσύνη. Και πολλές φορές πετυχαίνει να χειραγωγήσει τη ∆ικαιοσύνη. Αυτό που λείπει από τις ανακοινώσεις των ενώσεων δικαστών και εισαγγελέων είναι η αντίδραση στους δικαστές και εισαγγελείς που αποδέχονται να χειραγωγούνται. ∆εν ισχύει ούτε είναι αλήθεια ότι όλοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι καθαροί, ανεπηρέαστοι, ανεξάρτητοι, αµερόληπτοι, ικανοί, νηφάλιοι και ανεπίδεκτοι επιρροής και διαπλοκής. Και αυτό πρέπει να το πουν πρώτοι οι δικαστικοί λειτουργοί και να διεκδικήσουν επίσης πρώτοι να γίνει πραγµατική εξυγίανση και κάθαρση στη ∆ικαιοσύνη – υπενθυµίζω ότι υπήρξε η αποκάλυψη ενός παραδικαστικού και δικάζεται άλλο ένα αυτή τη στιγµή. Αλλιώς, πραγµατική εξυγίανση και κάθαρση δεν υπάρχει. Όταν συνταξιοδοτούµενοι ή παραιτούµενοι ανώτατοι δικαστικοί γίνονται είτε βουλευτές Επικρατείας είτε υπουργοί είτε -πόσο πιο υποτιµητικό- νοµικοί σύµβουλοι και διευθυντές νοµικών υπηρεσιών του πρωθυπουργού και του Πτ∆, µπορεί ο καθένας να αντιληφθεί ότι αυτή η µεταπήδηση αποκρυσταλλώνει προηγούµενες σχέσεις και προηγούµενα «γραµµάτια».

Ερ.: Ησασταν από τους λίγους που αντέδρασαν τόσο έντονα στα όσα είχε πει ο κ. Πολάκης, για το ότι πρέπει να σπρώχνονται οι δικαστές…

ΖΚ: Όλες αυτές οι διατυπώσεις απλώς αποκαλύπτουν τη δηµοκρατική ένδεια. Την πολιτική γύµνια. Η πραγµατική εξουσία δεν ανήκει σε κανέναν κυβερνώντα. Η πραγµατική εξουσία, για όσους πιστεύουµε στη λαϊκή κυριαρχία, ανήκει στους πολίτες. Και αυτή την εξουσία κανένας δεν πρέπει να διεκδικεί να την αφαιρέσει από τους πολίτες. Ο έλεγχος της ∆ικαιοσύνης σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να διαφηµίζεται ως εργαλείο απόκτησης της εξουσίας. Και θα σας πω και κάτι πολύ ευθέως: ανήκω σε αυτούς που διεκδικούν να πάνε στη φυλακή όλοι όσοι κατέστρεψαν τη χώρα. Όλοι όσοι ευθύνονται για τα σκάνδαλα του παρελθόντος. Όλοι οι υπεύθυνοι της Siemens, της διαπλοκής, των εξοπλιστικών, όλοι. Όχι µε αυτή τη διαδικασία. Όχι µε µια διαδικασία που αµφισβητεί την αντικειµενικότητα και την ευθυδικία. Και ο πιο ένοχος πρέπει να κριθεί ένοχος µέσα από µια δίκαιη διαδικασία, ανεξάρτητη, δικαστική. Όχι µέσα από µια πολιτικά δροµολογούµενη διαδικασία για πολιτικές σκοπιµότητες. Πολύ περισσότερο όταν ξεδιάντροπα οµολογείται ότι εµείς αυτές τις διαδικασίες δεν τις κάνουµε για κάθαρση ούτε για εξυγίανση. Τις κάνουµε για να κερδίσουµε τις εκλογές.

Ερ.: Για να κλείσουµε αυτό το κεφάλαιο: έχει απάντηση η Ζωή Κωνσταντοπούλου στο γιατί το 2015 δεν έγινε υπουργός ∆ικαιοσύνης;

ΖΚ: Είναι ξεκάθαρο. Το πρόσχηµα τότε του Τσίπρα ήταν ότι δεν είναι για µένα, γιατί είναι το 7ο τη τάξει υπουργείο και µου πρότεινε το δήθεν 1ο τη τάξει. Η ουσιαστική απάντηση είναι γιατί εγώ όπως είχα πει θα έπραττα. ∆ηλαδή η πρώτη πράξη που θα έκανα ήταν ότι θα υπέγραφα για να εκτελεστεί η απόφαση για το ∆ίστοµο, θα έφερνα νοµοθεσία ουσιαστικής παρέµβασης για την πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής και αυτό δεν το ήθελαν. Θα έµπαινα στη διαδικασία αλλαγής του νόµου περί ευθύνης υπουργών, που και σήµερα επιτρέπεται να ελεγχθούν κυβερνητικά πρόσωπα. ∆εν είναι ο νόµος Βενιζέλου Σύνταγµα. Ο νόµος που έφτιαξε ο Βενιζέλος είναι απλώς ένας νόµος που αποτρέπει ακόµη και τον έλεγχο που επιτρέπεται από το Σύνταγµα. Και θα αναλάµβανα πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα, συµπεριλαµβανοµένης της εισαγωγής των ενόρκων σε όλες τις συνθέσεις δικαστηρίων -αστικών και ποινικών-, προκειµένου να υπάρξει πραγµατική και ανεξάρτητη απονοµή της δικαιοσύνης.

Ερ.: Αυτό είναι το θεσµικό κοµµάτι. Είπατε όµως προηγουµένως ότι εκτιµάτε πως επιχειρείται να χειραγωγηθεί ένα κοµµάτι της ∆ικαιοσύνης. ∆εν ήσασταν εσείς το κατάλληλο πρόσωπο για να το κάνει αυτό η κυβέρνηση;

ΖΚ: Όχι, ήµουν το πρόσωπο που θα απέτρεπε να το κάνει η κυβέρνηση αυτό.