ΔΤ_Η Ζωή Κωνσταντοπούλου εφ´όλης της ύλης για τα θέματα Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Πλεύση Ελευθερίας

Θέμα: Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, εφ´όλης της ύλης για τα θέματα Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με αφορμή το βιβλίο της Ruth Ginsburg (video– αποσπάσματα)

 

Η Επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, φιλοξενήθηκε στο Action24 και στην εκπομπή «Αντιθέσεις» του Δημήτρη Τάκη, αφιερωμένη στα θέματα Δικαιοσύνης και στο βιβλίο της εμβληματικής δικαστή Ruth Bader Ginsburg, που με το παράδειγμά της και τις αποφάσεις της άνοιξε δρόμους για την ισότητα, την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Στη διάρκεια της εκπομπής η Ζωή Κωνσταντοπούλου μίλησε για τα φλέγοντα θέματα της δικαστικής επικαιρότητας, το bullying, τις γυναικοκτονίες, την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των παιδιών από πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης, την υπόθεση επίθεσης με βιτριόλι σε βάρος της Ιωάννας, την αναγκαιότητα αυστηροποίησης των ποινών για συγκεκριμένες σωματικές βλάβες που είναι ισάξιες με θάνατο.

Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να επανασυνδεθεί η Δικαιοσύνη με το δίκαιο και την αλήθεια, στον αντίποδα της θεσμικής υποκρισίας και των δημοσίων σχέσεων, ενώ τοποθετήθηκε και για την περίπτωση της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, που η διαδρομή της δεν έχει καμμία σχέση με το υπόδειγμα δικαστή που συγκροτούσε η Ρουθ Γκίνσμπεργκ.

Μίλησε επίσης για την αξία του να επανασυνδεθεί η Δικαιοσύνη με την κοινωνία και για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν τα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια, με πλειοψηφία ενόρκων, στην αποκατάσταση του κράτους δικαίου. Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια, με πλειοψηφία ενόρκων, δηλαδή πολιτών, για όλες τις υποθέσεις, αστικές και ποινικές, είναι η θέση της Πλεύσης Ελευθερίας, την οποία επανέλαβε με αυτήν την ευκαιρία η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

 

Δείτε ολόκληρη την εκπομπή στο σύνδεσμο που ακολουθεί:

https://www.plefsieleftherias.gr/

 

Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα με τοποθετήσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου:

Για τη Ρουθ Γκίνσμπεργκ και το παράδειγμα που συγκροτούσε:

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Μιλώ με ιδιαίτερη συγκίνηση, γιατί η Ruth Ginsburg υπήρξε πραγματικά πρότυπο όχι μόνον για τις αγωνιζόμενες γυναίκες, αλλά γενικά για τους αγωνιζόμενους ανθρώπους και θα έλεγα και για τους αγωνιζόμενους νομικούς. Η γυναίκα αυτή δεν ερωτεύτηκε ούτε τις θέσεις, ούτε τις καρέκλες. Ερωτεύτηκε το δίκαιο και την δικαιοσύνη, πάλεψε γι’ αυτό, πάλεψε από τα πρώτα της βήματα. Σπούδασε νομική έχοντας ήδη ένα παιδί στην αγκαλιά και βρέθηκε αντιμέτωπη από πολύ μικρή με διακρίσεις και με αδικίες. Μία γυναίκα γεννημένη το ’33, που το 1946, στα 13 της χρόνια έγραψε στο σχολικό περιοδικό κείμενο για τις μεγάλες κατακτήσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα και την ειρήνη. Ήταν μία γυναίκα η οποία δεν συμβιβάστηκε και αυτό θα ήθελα να το υπογραμμίσω, γιατί πολλοί δικαστές θεωρούν τον συμβιβασμό και τις δημόσιες σχέσεις και την υπαναχώρηση από αρχές, ως συνταγή για μία δικαστική διαδρομή. Όχι. Αυτή η γυναίκα ούτε συμβιβάστηκε, ούτε διεκπεραίωσε τον  εαυτό της και τις αρχές της και τις αξίες της, ούτε με οποιονδήποτε τρόπο έβαλε νερό στο κρασί της και θα υπογραμμίσω το εξής. Δεν υπέκυψε ποτέ σε πολιτικές πιέσεις. Ακόμη και στην δύση της διαδρομής της…»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΚΗΣ:  Τα έβαλε με τον Τραμπ, τον έχουμε παρακολουθήσει όλοι τον αγώνα αυτό.

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Όχι μόνον αυτό, δεν τα έβαλε μόνο με τον Τραμπ, αλλά και όταν οι δημοκρατικοί την πίεζαν να παραιτηθεί σε χρόνο κατά τον οποίο θα διοριζόταν λόγω της θητείας του Ομπάμα ένας δικαστής από το Δημοκρατικό Κόμμα, δεν ενέδωσε σε αυτή την πίεση για να ευχαριστήσει ένα πολιτικό χώρο που ήτανε πιο κοντά της, αλλά υπηρέτησε αυτά τα οποία εκείνη πίστευε. Είναι, λοιπόν, νομίζω πολύ σημαντικό να υπογραμμίσουμε στη διαδρομή αυτής της γυναίκας ακριβώς αυτό. Ότι ήταν μία διαδρομή προσηλωμένη σε αρχές  και αξίες, τις υπηρέτησε χωρίς να υπολογίζει κόστος και για αυτό την υπολόγιζαν και όσοι την θαύμαζαν και όσοι την φοβόντουσαν, την υπολόγιζαν γιατί ήξεραν ότι ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος για τις αρχές και για τις αξίες που δεν θα έκανε πίσω.»

 

Για τις παθογένειες στην απονομή της Δικαιοσύνης, τους δικαστές που κάνουν τα χατίρια των εξουσιών και την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Δεν νομίζω ότι η κοινωνία μας είναι συντηρητική και γι’ αυτό έχουμε αυτές τις παθογένειες στην απονομή της Δικαιοσύνης. Νομίζω ότι, δυστυχώς, ενώ η κοινωνία επιζητεί, απεγνωσμένα θα έλεγα, την Δικαιοσύνη και το δίκαιο, επικρατεί εδώ και δεκαετίες, με κυρίαρχη πηγή και τον τρόπο διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, μία πάρα πολύ μεγάλη στρέβλωση η οποία έχει φέρει στο προσκήνιο και σε ανώτατες θέσεις δικαστές που ήταν ενδοτικοί στις εξουσίες, που έκαναν τα χατίρια των εξουσιών και έτσι ανελίσσονταν και, δυστυχώς, αυτό το  πρότυπο διαχέει και ένα στρεβλό παράδειγμα στην υπόλοιπη Δικαιοσύνη. Το παράδειγμα της κυρίας Σακελλαροπούλου, που προλογίζει την ελληνική έκδοση του βιβλίου, είναι αντιπαράδειγμα σε σχέση με την Ruth Ginsburg. Η Ruth Ginsburg δεν είπε ποτέ, «είμαι γυναίκα για αυτό δικαιούμαι». Μέσα από τη διαδρομή της και τις ακάματες προσπάθειές της και την αξία της αναδείχθηκε εκεί όπου αναδείχθηκε…

Η σημερινή Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πρόσωπο το οποίο επελέγη από όλες τις εξουσίες και ήταν αρεστό σε όλες τις εξουσίες. Έτσι ανέβηκε τη σκάλα της Δικαιοσύνης και έτσι μεταπήδησε και από την σκάλα της δικαιοσύνης, στη σκάλα της πολιτειακής εξουσίας. Για αυτό για μένα το παράδειγμα της Ruth Ginsburg είναι, πραγματικά, στον αντίποδα παραδειγμάτων που μέσω δημοσίων σχέσεων ανελίσσονται σε όποια  θέση.»

 

Για τα εγκλήματα με θύματα γυναίκες και τον όρο «γυναικοκτονία»

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Κατά το τελευταίο διάστημα έχουν δει το φως της δημοσιότητας πάρα πολλά εγκλήματα με θύματα γυναίκες και αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε ούτε να το παραγνωρίσουμε, ούτε να το παραγκωνίσουμε, ούτε να κάνουμε ότι δε συμβαίνει, ούτε να πούμε ότι είναι τυχαίο. Δυστυχώς, οι γυναίκες θυματοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό και γίνονται θύματα συντρόφων τους και, στην τελευταία περίοδο αυτής της προβληματικής συνολικής συνθήκης που διανύουμε, παρατηρούμε ότι τα εγκλήματα στρέφονται ολοένα και περισσότερο κατά γυναικών. Αυτό χρειάζεται υπογράμμιση. Είναι σωστή η χρήση του όρου «γυναικοκτονία», γιατί υπογραμμίζει ένα φαινόμενο που δεν είναι το γενικό φαινόμενο της ανθρωποκτονίας, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, αλλά ένα φαινόμενο κοινωνικό της τελευταίας περιόδου που δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω από το χαλί. Η ουσία και το γεγονός είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουμε γυναίκες θύματα κυρίως συντρόφων τους ή θύματα λόγω του φύλου τους, του γυναικείου φύλου. Θεωρώ ότι χρήζει αναγνώρισης αυτό το οποίο συμβαίνει και δεν πρέπει απέναντι στην πραγματικότητα οι κοινωνίες, αλλά και το νομοθετικό και το δικαστικό σύστημα, να λειτουργούν φοβικά.»

 

Για την ανεπάρκεια ανταπόκρισης των αρμοδίων αρχών σε περιπτώσεις εγκλημάτων σε βάρος γυναικών

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Σε πάρα πολλές περιπτώσεις γυναίκες που ξυλοκοπήθηκαν ή μαχαιρώθηκαν μέχρι θανάτου είχαν απευθυνθεί στην Αστυνομική Αρχή, είχαν απευθυνθεί στην Εισαγγελική Αρχή και βλέπουμε την ανεπάρκεια των αρχών αυτών και την έλλειψη αντανακλαστικών και προστατευτικών μηχανισμών. Αυτό είναι μία τρομακτική αποτυχία του συστήματος που δεν μπορώ να μην την υπογραμμίσω.»

 

Για τη θεσμοθετημένη ανισότητα των φύλων

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Κάποια πράγματα, ενώ θεσμοθετήθηκαν στα χαρτιά, δεν ξεπεράστηκαν στην πραγματικότητα. Δηλαδή, έχουμε ισότητα συνταγματική από την θεσμοθέτηση του Συντάγματός μας, ισότητα όμως πρακτική και πραγματική παλεύουμε για να αποκτήσουμε και, βέβαια, δεν είναι μόνο η ισότητα των φύλων, είναι και ισότητα λόγω φυλής, καταγωγής, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, η ισότητα δεν έχει κατακτηθεί σε όλη την έκταση που κατοχυρώνεται. Το γεγονός ότι επικρατούν αντιλήψεις σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που αναπαράγουν στερεότυπα είναι, δυστυχώς, αληθές. Όπως και το γεγονός ότι και στη Δικαιοσύνη αναπαράγονται αυτά τα πρότυπα, είναι πάρα πολύ δύσκολο, ας πούμε, να αναγνωριστούν οι κοινωνικές παράμετροι ενός εγκλήματος σε βάρος γυναίκας. Ή οι γυναίκες πολλές φορές αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά εμπόδια στην σχέση τους με τη Δικαιοσύνη, είναι κάτι το οποίο το βιώνεις.»

 

Για τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και την ελαστικότητα των δικαστικών συνειδήσεων

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Θα ήθελα να θίξω ένα άλλο ζήτημα που έχει υποπέσει στην αντίληψή μου και με ενοχλεί πάρα πολύ και είναι η φοβερή ελαστικότητα των δικαστικών  συνειδήσεων σε αρκετές υποθέσεις που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων και σεξουαλική βία σε βάρος ανηλίκων. Το πρόβλημα είναι, ανεξαρτήτως της προβλεπόμενης ποινής, που τώρα σωστά αυστηροποιήθηκε, ενώ προηγουμένως είχε ελαστικοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι παρατηρείται μία τρομακτική δυσκολία των δικαστηρίων στην τιμωρία τέτοιων εγκλημάτων. Χειρίστηκα πριν από ενάμιση χρόνο υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης πεντάχρονου κοριτσιού από εβδομηντάχρονο γείτονα, όπου έφτασε να ενηλικιωθεί το κορίτσι και η απόφαση να μην έχει ακόμη τελεσιδικήσει και ο καταδικασθείς για την κακοποίηση τελικώς να πάρει ποινή φυλάκισης εξαγοράσιμη,  η οποία αναιρέθηκε μάλιστα. Πρόκειται για εξόχως προβληματική κατάσταση, γιατί έχει να κάνει με την προστασία της παιδικής ηλικίας.»

 

Για την πρακτική της επικοινωνιακής διαχείρισης ποινικών υποθέσεων με διαρροές από Εισαγγελικούς Λειτουργούς

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Από ένα σημείο και έπειτα παρατηρούμε και ένα κυνήγι της δημοσιότητας, που εμένα δεν με ικανοποιεί. Δηλαδή,  η Εισαγγελική Αρχή δεν θα έπρεπε να λειτουργεί με διαρροές προς τα μέσα ενημέρωσης για τον έναν ή για τον άλλον. Πρέπει να λειτουργεί με σύννομη πράξη και δράση και να είναι από κει και πέρα απτή η απονομή της Δικαιοσύνης, γιατί με διαρροές και με δημοσιεύματα δεν λειτουργεί η Δικαιοσύνη. Λειτουργεί στην πράξη από το πώς αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση.»

 

Για τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και την αυστηροποίηση των ποινών για σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Θεωρώ, καταρχάς, ότι ήταν επιβεβλημένες οι αυστηροποιήσεις που έχουν να κάνουν με αυτά τα αδικήματα. Η ίδια η εμπειρία υποδεικνύει ότι δεν είναι ποτέ δυνατόν να ανέχεται η κοινωνία μας τόσο σοβαρά αδικήματα όπως είναι οι κακοποιήσεις παιδιών, να τιμωρούνται με ποινές οι οποίες καταλήγουν να είναι χάδι και όχι τιμωρία. Ομοίως, θεωρώ σημαντικές τις αλλαγές που έγιναν στο κομμάτι των σωματικών βλαβών,  διότι ζήσαμε την υπόθεση της Ιωάννας και το πόσο δολοφονική ήταν, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, πόσο δολοφονική ήταν η βλάβη που της προκλήθηκε και πόσο δολοφονική και η πρόθεση, ανεξαρτήτως, ξαναλέω, του νομικού χαρακτηρισμού. Αυτό σήμανε ότι θα πρέπει και ο νομοθέτης να καταλάβει ότι υπάρχουν κάποιες βλάβες που μπορεί να προκαλέσει ο δράστης που να είναι ισάξιες με το θάνατο και αντίστοιχα θα πρέπει να προβλεφθούν ποινές οι οποίες να μην είναι υποδεέστερες αυτού που έχει προκαλέσει ο δράστης.»

 

Για την ανάγκη θεσμοθέτησης Μεικτών Ορκωτών Δικαστηρίων για όλες τις δίκες, για να επανασυνδεθεί η Δικαιοσύνη με την κοινωνία

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Ο δικαστής είναι αυτός που αποφασίζει και στα κακουργήματα αρμόδια κανονικά και κατά το Σύνταγμα είναι τα Μεικτά Ορκωτά  Δικαστήρια. Για εμένα και για την Πλεύση Ελευθερίας, μακάρι να φτάσουμε να έχουμε Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια παντού και στις ποινικές και στις αστικές υποθέσεις. Έτσι νομίζω θα αποκατασταθεί και μία σύνδεση της Δικαιοσύνης με την κοινωνία, που πολλές φορές διαρρηγνύεται. Δηλαδή, βλέπουμε αποφάσεις δικαστικές οι οποίες είναι, πραγματικά, σε πλήρη αποκοπή, δεν έχουν καμία σχέση με το αίσθημα δικαίου της κοινωνίας, όπως πηγάζει από το Κράτος Δικαίου.»

 

Για την έκτιση ποινών από τους καταδικασθέντες

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Το πόσα χρόνια  θα εκτίσει ο καταδικασθείς εξαρτάται από παραμέτρους που έχουν να κάνουν όχι μόνον με την ποινή, αλλά και με τη διαγωγή του μέσα στη φυλακή. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι να μην υποτιμούμε το τι σημαίνει φυλακή. Και ένας χρόνος και δύο και τρία είναι πολύ μεγάλη διαδρομή. Δεν σημαίνει ότι είναι στραγάλια αυτά τα χρόνια. Από την άλλη, όμως, πλευρά θα πρέπει να διεκδικούμε και από τη Δικαιοσύνη αντιμετώπιση της κάθε υπόθεσης με δίκαιο τρόπο. Αυτό σημαίνει επιείκεια εκεί όπου αρμόζει και αυστηρότητα εκεί όπου αρμόζει. Η αρχή της επιεικείας δεν σημαίνει χαριζόμαστε, σημαίνει εκτιμούμε τις παραμέτρους που έχει το κάθε πρόσωπο και αντίστροφα η αρχή της επιείκειας δεν εφαρμόζεται παντού. Δηλαδή, κάποιοι διακηρύσσουν γενικώς «ρίξτε τις ποινές». Αυτό είναι και μία ενθάρρυνση τελικά να διαπράττονται τα αδικήματα αυτά. Εάν φτάσουμε, δηλαδή, να μην είναι αποτρεπτική  η ποινή και να υπάρχει και μία αντίληψη σαν αυτή που εξέφρασε, και δεν μπορώ να μην το πω, επειδή αναφερθήκατε στις γυναικοκτονίες, ακούσαμε εκπρόσωπο αστυνομικών όταν έγινε έγκλημα ειδεχθές, το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, να συμβουλεύει τους επίδοξους δολοφόνους των γυναικών τους πώς πρέπει να το διαχειριστούν για να πέσουν στα μαλακά. Εάν υπάρχει αυτή η αντίληψη η οποία διαχέεται και μάλιστα από τα όργανα επιβολής της τάξης, που είναι τα αστυνομικά όργανα, αντιλαμβάνεστε ότι το μήνυμα προς την κοινωνία είναι εντελώς-μα εντελώς  στρεβλό.»

 

Για τον διάχυτο έλεγχο της Συνταγματικότητας των νόμων

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Στην Ελλάδα ισχύει  μία διάταξη που εγώ την βρίσκω  εξαιρετικά προοδευτική, εμβληματική και συνδεδεμένη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και είναι ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, που επιτρέπει σε κάθε δικαστή, είμαστε από τις ελάχιστες χώρες που έχουν τέτοιο σύστημα, σε κάθε δικαστή, ανεξαρτήτως της βαθμίδας, να ελέγχει εάν αυτός ο στρεβλός νόμος είναι συνταγματικός»

 

Για το σεξισμό, το bullying και την δική της εμπειρία στη Βουλή

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Νομίζω ότι κάνατε καλά που θίξατε μία παράμετρο που έχει να κάνει με τους θεσμούς, γιατί νομίζω ότι τα σοβαρότερα προβλήματα τα βρίσκουμε μέσα στους θεσμούς  και όχι μέσα στην κοινωνία. Η κοινωνία πολλές φορές αναπαράγει τις στρεβλώσεις που πρόσωπα τα οποία ενσαρκώνουν θεσμικά αξιώματα και θεσμικές αποστολές, δυστυχώς, εκδηλώνουν. Δηλαδή, αναφερθήκατε στις επιθέσεις που δεχόμουν εγώ κατά σύστημα. Ήταν όλων των ειδών και σαφώς, υπήρχε και ο σεξισμός και αυτού του τύπου η απόπειρα bullying. Η δική μου εμπειρία είχε να κάνει με το εξής: Αυτές οι επιθέσεις είχαν ως αφετηρία, κατά την άποψή μου, αφενός μεν την αδυναμία να υπάρξει πολιτική αντιπαράθεση, η οποία είναι πάντοτε καλοδεχούμενη και στοιχείο της Δημοκρατίας, και την αίσθηση ότι με τέτοιου είδους χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, θα μπορούσες να εξουδετερώσεις τον αντίπαλο. Τώρα, εγώ έτυχε και ήμουν αντίπαλος που άντεχε. Όμως, είμαι απολύτως βέβαιη ότι έχουν υπάρξει στη διαδρομή της πολιτικής ζωής πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν τα άντεξαν αυτού του είδους τα  χτυπήματα.»

«Υπάρχει μία θεσμική υποκρισία. Δηλαδή, στη Βουλή την ώρα που ψηφίζονται νόμοι κατά του ρατσισμού, κατά του σεξισμού, κατά της ομοφοβίας, την ίδια ώρα ακούς Βουλευτές και Υπουργούς να ανακυκλώνουν αυτού του είδους τα στερεότυπα και να τα εκτοξεύουν έναντι αντιπάλων, αλλήλων και ούτω καθεξής. Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν είναι ικανοί να υπηρετήσουν αυτό το οποίο ψηφίζουν, ούτε και να εμπνεύσουν στην κοινωνία σεβασμό για τον κανόνα που λέει ότι η ανθρώπινη αξία και η αξιοπρέπεια είναι σεβαστή για κάθε άνθρωπο, όποιο και αν είναι το φύλο του, η φυλή του, ο σεξουαλικός προσανατολισμός του, αν έχει ασθένεια ή αναπηρία και ούτω καθεξής. Αυτό, λοιπόν, εγώ και στην Κοινοβουλευτική μου Θητεία ως Βουλευτή, που ήμουν πολύ ενοχλητική, και ως Προέδρου της Βουλής, που επίσης ήμουν πολύ ενοχλητική και ήμουν για όλους, όπως φάνηκε, πολύ ενοχλητική, και για την Κυβέρνηση και για την Αντιπολίτευση, το δέχτηκα με όλους τους τρόπους και με συμπράξεις με media που έκαναν αυτές τις επιθέσεις στις οποίες αναφερθήκατε. Η ουσία ποια είναι; Η ουσία είναι ότι αυτές οι συμπεριφορές πρέπει να μην είναι ανεκτές και πρέπει να αξιώσουμε και από εκείνους οι οποίοι ευαγγελίζονται ότι εκπροσωπούν αρχές και αξίες, να είναι οι πρώτοι που τις τηρούν. Δεν αρκεί δηλαδή η διακήρυξη, δεν αρκεί η τοποθέτηση υπέρ της ισότητας ή κατά των διακρίσεων, θα πρέπει εμπράκτως αυτά τα πράγματα  να  δοκιμάζονται. Πιστεύω ότι η προάσπιση αρχών και αξιών είναι, πρωταρχικά, θέματα παραδείγματος και υποδείγματος.»

 

Για την ισότητα, ως υπόθεση της κοινωνίας και όχι του ενός ή του άλλου φύλου

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Η ισότητα δεν είναι υπόθεση του ενός ή του άλλου φύλου, είναι υπόθεση της κοινωνίας. Και αυτό σημαίνει, εγώ τουλάχιστον, το αντιλαμβάνομαι ως μία υποχρέωση όλων μας να υπερασπιζόμαστε κάθε κοινωνική ομάδα και κάθε άνθρωπο που υφίσταται διακρίσεις, γιατί υπερασπιζόμενοι το θύμα των διακρίσεων, υπερασπιζόμαστε την ισότητα για όλους μας. Η Ruth Ginsburg, ας πούμε, ξεκίνησε την καριέρα της, μέσω της οποίας μεταπήδησε από την Καθηγητική Έδρα στην μάχιμη δικηγορία και στη συνέχεια από εκεί σε αγορεύσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπερασπιζόμενη έναν άνδρα για διακρίσεις από το φορολογικό νόμο και νομίζω ότι αυτό το χαρακτηριστικό, δηλαδή, ότι η αίσθηση της ισότητας πρέπει να σε διαπερνάει και όχι να σε κινητοποιεί μόνο επειδή ταυτίζεσαι με τον αδικούμενο, αλλά και όταν δεν ταυτίζεσαι να υπερασπίζεσαι εκείνον που αδικείται, αυτό είναι, τελικά, που διακρίνει και που μπορεί να ανοίξει δρόμους  πραγματικής δημοκρατίας.»

 

Για το αν υπάρχει όριο στη σάτιρα

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Νομίζω ότι το παν έχει να κάνει με το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην διαφορετικότητα. Και αυτό που εσείς  ονομάσατε συμπερίληψη, εγώ το υπογραμμίζω ως αναγκαίο σεβασμό στη διαφορετικότητα, γιατί η ισότητα δεν σημαίνει εξομοίωση.  Είναι άλλο ο ίσος και είναι άλλο ο όμοιος. Σε σχέση τώρα με τη σάτιρα. Είναι τεράστιο το θέμα, δεν θα φτάσουμε οπωσδήποτε να λογοκρίνουμε ή να μην ανεχόμαστε ως κοινωνία το χιούμορ, την ειρωνεία, τη σάτιρα. Αυτό το οποίο δεν πρέπει να επικρατήσει είναι μία πολιτική υποκρισία και μία επίπλαστη πολιτική ορθότητα, η οποία είναι για τις κάμερες και εξαφανίζεται αμέσως μετά. Νομίζω ότι εάν ως κοινωνία δώσουμε έμφαση στην ουσία και όχι στον τύπο και στο φαίνεσθαι και αν επιμείνουμε να κατακτήσουμε αυτά που είναι κατοχυρωμένα και θεσμοθετημένα, τότε θα μπορούμε να είμαστε και πιο κατοχυρωμένοι απέναντι στις παραβιάσεις τους. Σε καμία περίπτωση όμως να μην χάσουμε, το ξαναλέω,  το χιούμορ μας και την ανεκτικότητα μας, γιατί και η ανεκτικότητα είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι άλλο το  bullying και άλλο η σάτιρα. Το bullying έχει χαρακτηριστικά μιας λεκτικής κακοποίησης η οποία προσλαμβάνει, ουσιαστικά, μορφές βίας. Είναι μία διαδικασία εξαιρετικά παραβιαστική της προσωπικότητας και προσβλητική της προσωπικότητας.»

 

Για την Δικαιοσύνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ως πυλώνες της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου

ΖΩΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Πιστεύω, πραγματικά, ότι η δικαιοσύνη και η θωράκιση των δικαιωμάτων των πολιτών αποτελούν πυλώνες για τη Δημοκρατία και για το Κράτος Δικαίου, γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για μία δημοκρατική κοινωνία, ούτε για πρόοδο, ούτε για ανάπτυξη αν δεν υπάρχει Δικαιοσύνη και αν, αντίστροφα, υπάρχει αυτό το διάχυτο αίσθημα της αδικίας το οποίο το βιώνουν οι πολίτες και στη χώρα μας. Σαν απόσταγμα της  συζήτησης που κάναμε εγώ θα κρατούσα ότι η Δικαιοσύνη είναι σύμφυτη και πρέπει να είναι σύμφυτη με την ακεραιότητα, με την ανεξαρτησία και με την αλήθεια. Και όσο περισσότερη αλήθεια ρίχνουμε στα πράγματα, όσο περισσότερο δεν τα κουκουλώνουμε, γιατί πάρα πολλά από τα ειδεχθή εγκλήματα που τώρα αποκαλύπτονται και όλοι εκπλήσσονται, παλαιότερα κουκουλώνονταν, είτε μιλούσαμε για συζυγοκτονίες που γίνονταν, υποτίθεται, εν βρασμώ, είτε για εγκλήματα αστυνομικής βίας που, υποτίθεται, γίνονταν υποτίθεται σε άμυνα ή από ατύχημα, είτε για τον Ζακ Κωστόπουλο, που η πρώτη είδηση ήταν «ληστής τραυματίσθηκε» και ούτω καθεξής… Νομίζω, λοιπόν, ότι η αλήθεια είναι ένα απαραίτητο συστατικό της Δικαιοσύνης και η αγάπη για την αλήθεια και το δίκαιο είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση για έναν δικαστή όπως ήτανε η Ruth Ginsburg. Θα έλεγα επίσης και το φρόνημα. Και επειδή ρωτήσατε, στη χώρα μας θα μπορούσε να υπάρξει δικαστής του βεληνεκούς, του φρονήματος της Ruth Ginsburg; Έχουν υπάρξει δικαστές και θα σας θυμίσω, μου αρέσει πάντοτε να κάνω αυτή την αναφορά, τους δύο δικαστές πριν από 200 χρόνια σχεδόν, οι οποίοι αρνήθηκαν, ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του Κολοκοτρώνη, μολονότι τους το ζητούσε ο Επίτροπος της Αντιβασιλείας και μολονότι για την άρνησή τους καθαιρέθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν. Αν μπορούσαν άνθρωποι να το κάνουν πριν από τόσα χρόνια, μπορούν και σήμερα… Και ας μην πείθονται ότι δεν μπορούν να αντιταχθούν στις εξουσίες.»