Η Ζωή Κωνσταντοπούλου στο διεθνές συνέδριο Crossing Borders στην Μυτιλήνη

Πλεύση Ελευθερίας

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία Νικολακάκη και για την πρόσκληση και για την τιτάνια προσπάθεια και προεργασία που έκανε για να διοργανωθεί αυτό το εξαιρετικά πρωτότυπο και πρωτοποριακό συνέδριο. Ευχαριστώ και τον Στράτο τον Γεωργούλα γιατί ήταν κι αυτός ψυχή αυτής της διοργάνωσης και αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που βρίσκομαι εδώ γιατί πιστεύω βαθιά ότι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και μέσα από τέτοιες διοργανώσεις και μέσα από μια τέτοια έμπρακτη τοποθέτηση των ανθρώπων της διανόησης, του πνεύματος, των ακαδημαϊκών, των ανθρώπων του πολιτισμού, εκείνων δηλαδή που έχουν την πνευματική ευθύνη, μπορεί να προχωρήσουν πάρα πολλά πράγματα. Είναι στάση ευθύνης και ζωής για τον ακαδημαϊκό που παρεμβαίνει στα δύσκολα, που μιλά με ευθύτητα, που σηκώνει το πέπλο της συγκάλυψης και της σιωπής και που μιλά τη γλώσσα της αλήθειας, είναι πραγματικά αναζωογονητικό το ότι υπάρχει αυτό το παράδειγμα – υπόδειγμα και θέλω να το πω και αντίστροφα είναι πολλαπλώς προβληματικό ότι υπάρχει και ένα αντιπαράδειγμα και αντί-υπόδειγμα που είναι εκείνων των ανθρώπων που ενώ έχουν την γνώση και την ευθύνη και το ακαδημαϊκό καθήκον στην κρίσιμη στιγμή σιωπούν, στην κρίσιμη στιγμή παίρνουν ένα υπουργείο, στην κρίσιμη στιγμή επιλέγουν να υποστηρίξουν αυτήν την πολιτική η οποία είναι εξόφθαλμα και καταδήλως κοινωνιοκτόνος, επιλέγουν να γίνουν το γρανάζι που κινεί αυτό το εφιαλτικό, απάνθρωπο σύστημα.

Ο τίτλος αυτής της συζήτησης είναι “μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και οικονομία” και αυτό που θέλω πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να τονίσω και να υπογραμμίσω είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να μπερδευτούμε και να νομίσουμε ότι η μεταναστευτική πολιτική εξαρτάται από την οικονομία ή ότι η πολιτική στα πεδία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εγγύησης του κοινωνικού κράτους δικαίου μπορεί να εξαρτάται από την οικονομία.

Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία στην παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κανένα οικονομικό πρόσχημα που μπορεί να δικαιολογήσει μια κυβέρνηση που παραβιάζει τα δικαιώματα αυτά. Αντίστοιχα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία και κανένα οικονομικό πρόσχημα που μπορεί να δικαιολογήσει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται στο Ελληνικό έδαφος και στο Ευρωπαϊκό έδαφος κυνηγημένοι από συνθήκες πολέμου ή πολιτικής δίωξης ή κατατρεγμένοι από συνθήκες ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης.

Θα ξεκινήσω μιλώντας για το σήμερα αφού κάνω μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν και κάνω μια πολύ συγκεκριμένη αναφορά που μου θυμίζει την πρώτη περίοδο της δικής μου εμπλοκής στην κεντρική πολιτική σκηνή την προεκλογική περίοδο του 2012.

Τότε, λοιπόν, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείτο από την ακραία ρατσιστική διάλεκτο που είχαν υιοθετήσει τα ανταγωνιζόμενα κυβερνητικά κόμματα το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία που διαγωνίζονταν σε ρατσισμό το ΛΑΟΣ και κατάφεραν όλοι μαζί να εκτινάξουν την Χρυσή Αυγή στα ποσοστά στα οποία την εκτίναξαν και τότε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου για τη μεταναστευτική πολιτική ήταν τα κέντρα κράτησης του κυρίου Χρυσοχοϊδη, τα οποία είχαν αποφασιστεί με μία τρέχουσα αντιδημοκρατική διαδικασία που είναι οι ΠΝΠ, είχε εκδοθεί ΠΝΠ το Μάρτιο του 2012 στην οποία ο κύριος Παπούλιας – τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας, περιέγραφε ποια είναι η έκτακτη και επείγουσα ανάγκη που δικαιολογεί την παράκαμψη του κοινοβουλίου και η έκτακτη και επείγουσα ανάγκη η απρόβλεπτη και χρήζουσα επείγουσας παρέμβασης ήταν η ύπαρξη μεταναστών στη χώρα η οποία όπως έλεγε η εφιαλτική, ανατριχιαστική αυτή διατύπωση της ΠΝΠ η παρουσία τους δημιουργεί κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια διότι έχουν κατακλύσει την πρωτεύουσα και είναι εν πάση περιπτώσει μία παρουσία που πρέπει να αντιμετωπιστεί με όλη αυτή την τρομολαγνική περιγραφή. Τότε υπήρξε μία οξύτατη σύγκρουση σε πολιτικό επίπεδο, ήμουν τότε για πρώτη φορά υποψήφια βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό που τότε έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ τότε, τότε, ήταν ότι οι άνθρωποι αυτοί οι μετανάστες έχουν αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα τα οποία ουδείς δικαιούται να αμφισβητεί και ταυτόχρονα η Πολιτεία έχει απέναντι τους υποχρεώσεις και την ίδια ώρα μιλούσαμε για τις υποχρεώσεις της Πολιτείας απέναντι στους πρόσφυγες.

Για το αδιαπραγμάτευτο και το αναφαίρετο δικαίωμα στο άσυλο, την υποχρέωση υποδοχής και περίθαλψης, για το απαρέγκλιτο καθήκον εγγύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων αυτών.

Και ερχόμαστε στο σήμερα. Στο σήμερα, τέσσερα χρόνια και κάποιους μήνες μετά, όπου αντί των στρατοπέδων συγκέντρωσης του κυρίου Χρυσοχοϊδη έχουμε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συμμετοχή της σημερινής κυβέρνησης. Και θέλω να μιλήσω για την μεσημεριανή μου εμπειρία, επισκεφθήκαμε το στρατόπεδο της Μόριας και είχα τη δυνατότητα να δω πώς εννοεί τη μεταναστευτική πολιτική η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελληνική Κυβέρνηση και πώς εννοούν τη μεταναστευτική πολιτική κάποιοι με τους οποίους κάποτε υπήρξαμε στην ίδια πλευρά και έλεγαν διαφορετικά πράγματα. Η μεταναστευτική πολιτική και η αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος, λοιπόν, στη χώρα σήμερα καταδήλως εννοείται από την σημερινή κυβέρνηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρης εγκατάλειψη των ανθρώπων που χρήζουν βοήθειας, περίθαλψης, υποδοχής στη μοίρα τους. Στη μοίρα τους, στον πατριωτισμό και την φιλοτιμία κάποιων ανθρώπων που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους για να επικουρήσουν στην εθελοντική ή όχι και τόσο εθελοντική συμβολή μη θεσμικών φορέων και παραγόντων και στην τύχη. Μόνο έτσι μπορώ να ερμηνεύσω αυτά που είδα σε αυτό το χώρο. Σαρανταεφτά στρέμματα είναι η συνολική έκταση και από αυτά η επίσημη παρουσία της Πολιτείας εκτείνεται στα εφτά συν τέσσερα, τριανταέξι στρέμματα είναι υπό την αποκλειστική στην πραγματικότητα ευθύνη του στρατού. Που σημαίνει ότι ανθρώπινες υπάρξεις, ανθρώπινες ζωές εν έτη 2016, αυτή τη στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την Ελληνική Κυβέρνηση δεν αξίζουν μια θεσμική συγκρότηση και αντιμετώπιση αλλά εγκαταλείπονται στην ευθύνη του στρατού. Ρώτησα που βρίσκεται η εκπροσώπηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και μου απάντησαν εποπτεύει απευθείας αυτά τα τριανταέξι στρέμματα και ρώτησα πώς και μου απάντησαν από το τηλέφωνο, από την Αθήνα, δεν υπάρχει επιτόπια παρουσία. Αυτό είναι η μία εκδήλωση, η μια εκδοχή, η μία πτυχή αυτής της αντίληψης για τη μεταναστευτική πολιτική. Ενενήντα οχτώ παιδιά ασυνόδευτα χωρίς γονείς, που θα έπρεπε κανονικά τάχιστα να μεταφέρονται σε χώρους προορισμένους για να ζουν παιδιά, παραμένουν πάνω από 3 μήνες σε συνθήκες περίπου αναμορφωτηρίου χωρίς να έχουν απασχόληση, χωρίς να έχουν μια καθημερινότητα αντίστοιχη με την ηλικία τους, με ανθρώπους οι οποίοι κάποιοι απ’ αυτούς μπορεί να προσπαθούν να επινοήσουν τρόπους απασχόλησης των παιδιών αλλά στην πραγματικότητα χωρίς καμία ουσιαστική κρατική, πολιτική, πολιτειακή μέριμνα. Μιλάμε για 98 ανηλίκους μεταξύ των οποίων 3 κορίτσια και 95 αγόρια, που παραμένουν χωρίς να ξέρουν ούτε καν τι τους ξημερώνει που όπως μας είπε η ψυχολόγος την οποία είδαμε μπαίνουν στη δομή αυτή χωρίς προβλήματα και βγαίνουν με προβλήματα. Αυτά νομίζω ότι πρέπει να τα πούμε όπως είναι και κάποιοι πρέπει να δώσουν απαντήσεις για το πώς επιτρέπουν στον εαυτό τους να κοιμάται το βράδυ όταν επικρατούν τέτοιες συνθήκες και όταν μικρά παιδιά και άνθρωποι βρίσκονται σε αυτήν τη μαύρη τρύπα, σ’ αυτό το τούνελ από το οποίο δεν θα βλέπουν φως, άνθρωποι που θέλουν να φύγουν και δεν ξέρουν πότε θα γίνει η επεξεργασία των δεδομένων τους. Ένα κορίτσι περιμένει για να πάει στη μητέρα του που είναι στη Σάμο και δεν ξέρει πότε θα μπορέσει να πάει και αν θα προλάβει να την δει γιατί έχει προβλήματα υγείας η μητέρα της. Και την ίδια ώρα το λέω αυτό, το αναφέρω αυτό όχι πρώτο αλλά είναι κεφαλαιώδες, συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής ανεπίτρεπτες, σε χώρο ο οποίος είναι προορισμένος να φιλοξενεί αν και ως κέντρα κράτησης είχαν δομηθεί αυτές οι εγκαταστάσεις, σε χώρο που είναι προορισμένος, λοιπόν, να φιλοξενεί εντός εισαγωγικών 700 ανθρώπους αυτή τη στιγμή βρίσκονται 2.500 άνθρωποι. Και οι αρμόδιοι φορείς λένε πάλι καλά, λένε πάλι καλά που είναι μόνο τόσοι γιατί έχουν υπάρξει περίοδοι όπου ήταν τέτοια η αύξηση των προσφυγικών ροών που ήταν αδύνατη η αντιμετώπιση των αναγκών.

Εγώ θέλω να σας πω πολύ ειλικρινά και πολύ βιωματικά, απ’ αυτή την εμπειρία που θα μπορούσε να είναι διπλάσια, μείναμε 3,5 ώρες θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει άλλες τόσες, είναι ντροπιαστικό για την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα έπρεπε να ντρέπονται εκείνοι που περιφέρονται στα eurogroups και στα eurosamits και στις συναντήσεις κορυφής, θα έπρεπε να ντρέπονται για αυτή την κατάσταση, για αυτές τις συνθήκες που είναι έργο των χειρών τους. Είναι έργο των επιτελών και επιτετραμμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι έργο και της Ελληνικής Κυβέρνησης και των λοιπών Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δείχνουν από τη μία πλευρά την πλήρη ανικανότητα τους, από την άλλη πλευρά όμως την πλήρη απαξίωση που τους διατρέχει και τους διακατέχει για την ανθρώπινη ζωή.

Θα ήθελα να αναφερθώ τώρα στο κομμάτι που αφορά την συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας κατ’ εφαρμογή αυτού του κομματιού λειτουργεί και το συγκεκριμένο κέντρο στη Μόρια οπού υπάρχουν και διάφορα άλλα ζητήματα όπως η συγκέντρωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ανθρώπων που είναι υπό ένα καθεστώς εντελώς αδιευκρίνιστο. Κανείς δε μας έδωσε σαφή απάντηση για το πώς φυλάσσονται και το πώς προστατεύονται τα δεδομένα αυτά και αν θεωρεί κανείς ότι αυτά δεν μας αφορούν, να το ξανασκεφτεί γιατί αυτή η λειτουργία της Frontex και αυτή η λειτουργία της Eurodat κι αυτή η λειτουργία συνολικά των διαδικασιών συγκέντρωσης και αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί μια πρόβα τζενεράλε για τη συνολική παραβίαση των δικαιωμάτων Ευρωπαίων πολιτών σε ό,τι αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Θέλω, όμως, να πω για τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας κατ’ εφαρμογήν της οποίας λειτουργεί το κέντρο στη Μόρια, λειτουργούν και διάφορες άλλες δομές υπό αντίστοιχες ή και χειρότερες συνθήκες, ότι εδώ έχουμε μία απροκάλυπτη δήλωση. Απροκάλυπτη δήλωση από πλευράς των ευρωπαϊκών οργάνων αλλά και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ότι συναποφασίζουν να παραβιάσουν το Διεθνές Δίκαιο. Συναποφασίζουν να παραβιάσουν το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Συναποφασίζουν να παραβιάσουν το Διεθνές Δίκαιο Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και συναποφασίζουν, επίσης, να παραβιάσουν τις θεμελιώδεις εγγυήσεις Προστασίας των Ανθρωπίνων Ελευθεριών.

Κοντολογίς, αποφασίζουν να παραβιάσουν τα καθήκοντά τους όπως αυτά απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τα κράτη – μέλη και ισχύουν τόσο για τα κράτη – μέλη όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιλώ για ολόκληρο το κεκτημένο Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε επίπεδο τόσο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών όσο και Συμβουλίου της Ευρώπης, όσο και Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και επιμέρους συμφωνιών, όπως οι συμφωνίες που αφορούν την καταπολέμηση του ρατσισμού, την απαγόρευση των βασανιστηρίων, την απαγόρευση των διακρίσεων και πάρα πολλές άλλες επιμέρους τέτοιες συνθήκες: της προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, της προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών, της προστασίας των δικαιωμάτων των ευάλωτων ομάδων. Εδώ έχει υπογραφεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο η κοινή συμφωνία παραβίασης του κεκτημένου διεθνούς προστασίας.

Απέναντι σε αυτό πρέπει να είμαστε πάρα πολύ αυστηροί και πάρα πολύ ενεργοί. Δεν επιτρέπεται να προελάσει ένα τέτοιο καθεστώς. Δεν επιτρέπεται με την ανοχή των πολιτών και της κοινωνίας να παραβιάζονται ενυπογράφως αυτά που έπρεπε να είναι εγγυημένα και θεσμοθετημένα και η άμυνα και η αντίσταση απέναντι σε τέτοιου είδους παραβιάσεις από τη μία πλευρά αποτελεί δικό μας καθήκον, από την άλλη πλευρά συνιστά και μέτρο και μέσο αυτοπροστασίας. Γιατί η ακραία παραβίαση των δικαιωμάτων που εκδηλώνεται σε σχέση με τους πρόσφυγες και με τους μετανάστες δεν είναι παρά η άλλη όψη της ακραίας παραβίασης των δικαιωμάτων των πολιτών της χώρας αυτής, δεν είναι παρά μία ακόμη έκφανση και έκφραση της ακραίας περιφρόνησης για εκείνα που αποτελούν τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις της Πολιτείας και του Κράτους. Η εγγύηση της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ζωής, της ανθρώπινης υγείας, των συνθηκών ευημερίας για τους ανθρώπους, για τους λαούς και για τις κοινωνίες.
Θέλω να επισημάνω ότι το γεγονός ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας προβλέπεται η δράση κρατικών υπαλλήλων άλλων κρατών και μάλιστα, και μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως είναι η Τουρκία, από τη μία πλευρά δημιουργεί μείζονα ζητήματα σε ό,τι αφορά την εθνική κυριαρχία της χώρας, από την άλλη πλευρά θέτει, επίσης, μείζονα ζητήματα εγγυήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των προσφύγων. Διότι ο κρατικός υπάλληλος μιας άλλης χώρας που δρα στο έδαφος της Ελλάδας χωρίς εγγυήσεις και χωρίς ιεραρχία στην οποία να είναι υπόλογος απελευθερώνεται ακόμη περισσότερο να παραβιάζει δικαιώματα θεσμοθετημένα και εγγυημένα, τουλάχιστον κατά νόμων στο ευρωπαϊκό έδαφος. Και, βέβαια, το γεγονός ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, η Τουρκία εμφανίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, δηλαδή, χώρα προς την οποία εάν απελαθείς, εάν δρομολογηθείς δεν κινδυνεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματά σου, από τη μία πλευρά συνιστά τερατώδη αλλοίωση της πραγματικότητας, από την άλλη πλευρά συνιστά κι έναν έμμεσο τρόπο αποδέσμευσης των εμπλεκόμενων υπαλλήλων και λειτουργών από το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η επόμενη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω άπτεται του εξόφθαλμου προσανατολισμού που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πεδίο της αντιμετώπισης του προσφυγικού που είναι ο προσανατολισμός της στρατιωτικοποίησης. Αναφέρθηκε προηγουμένως με πολύ προσφυή τρόπο η κυρία Πολιτάκη στα θέματα αυτά. Εδώ πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: το προσφυγικό δεν είναι στρατιωτικό ζήτημα. Το προσφυγικό άπτεται του Ανθρωπιστικού Δικαίου, είναι ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος ζήτημα. Η στρατιωτικοποίησή του από τη μία πλευρά δεν παρέχει εγγυήσεις προστασίας των προσφύγων, από την άλλη πλευρά υπηρετεί σκοπιμότητες εντελώς ξένες και αλλότριες προς την αντιμετώπιση του προσφυγικού. Υπηρετεί για την ακρίβεια τις ίδιες σκοπιμότητες που υπηρετεί η τροφοδότηση και η διαιώνιση των πολέμων. Το προσφυγικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την διαιώνιση, την πρόκληση ή την πυροδότηση πολέμων. Και αυτό που πρέπει να διατυπώνεται και να λέγεται χωρίς περιστροφές είναι ότι ο πόλεμος είναι μία πολύ προσοδοφόρα υπόθεση για πολύ ισχυρά συμφέροντα, για τη βιομηχανία όπλων. Αν αυτό δεν χτυπηθεί στη ρίζα του κι αν δεν ειπωθεί ότι τα ίδια συμφέροντα που υπηρετούνται από την πρόκληση και την συντήρηση των πολέμων υπηρετούνται και από τη στρατιωτικοποίηση των συνεπειών του πολέμου που είναι η προσφυγιά. Κι αν, επίσης, δεν ειπωθεί ότι τα συμφέροντα αυτά έχουν ευθεία εμπλοκή και στην καταρράκωση των συνθηκών ζωής λαών που δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση αυτή τη στιγμή, όπως είναι ο ελληνικός λαός, και θα πω αμέσως τώρα τί εννοώ, τότε η θεώρησή μας στο ζήτημα αυτό θα παραμένει λειψή και αποσπασματική.

Ως Έλληνες πολίτες έχουμε αυτή τη στιγμή όλα τα στοιχεία για να διαπιστώσουμε ότι επί δεκαετίες η χώρα μας φορτώθηκε με δυσθεώρητες δαπάνες στο επίπεδο των εξοπλισμών, φορτώθηκε με αστρονομικά ποσά που διατέθηκαν για την αγορά όπλων και μάλιστα από τη μία πλευρά εντελώς αχρείαστων και μη συνδεδεμένων με κανενός τύπου άμυνα, από την άλλη πλευρά, ελαττωματικών και προϊόντων συμβάσεων διαφθοράς και συναλλαγής. Η υπερχρέωση αυτή της χώρας μας αποτυπώνεται στο λογιστικό έλεγχο του χρέους που έγινε από την Επιτροπή Αλήθειας της Βουλής την προηγούμενη χρονιά και αποτυπώνεται με τρόπο ο οποίος είναι αποστομωτικός. Στη χώρα αυτή για 30 χρόνια, από το 1980 μέχρι το 2010, δεν υπήρξε σε κανένα πεδίο υπέρβαση των δημοσίων δαπανών και μάλιστα οι δημόσιες δαπάνες σε όλα τα πεδία κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής παρέμβασης κινήθηκαν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε ένα και μόνο πεδίο υπήρξε υπέρβαση, διαχρονική και σταθερή, και είναι το πεδίο των εξοπλιστικών δαπανών και στο ίδιο πεδίο καταγράφεται μία οργιώδης πρακτική διαφθοράς, μίζας και διαπλοκής. Είναι δεκάδες οι ποινικές δικογραφίες που αφορούν εμπλοκή κυβερνητικών προσώπων, αφορούν εμπλοκή κρατικών λειτουργών σε συμβάσεις της μίζας και της διαπλοκής από τις οποίες υπερχρεώθηκε η χώρα και για τις οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν ασκηθεί ούτε καν αγωγές αποζημίωσης από αυτές που επιβάλλεται να ασκηθούν κατά το Διεθνές Δίκαιο κατά της διαφθοράς. Δεν έχουν καν ασκηθεί τα δικαιώματα της χώρας εναντίον των εταιριών – διαφθορέων αλλά ούτε και τα δικαιώματα εναντίον των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων και κρατικών και κυβερνητικών λειτουργών, πέραν κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων που όλοι καταλαβαίνουμε ότι λειτουργούν και ως παραδείγματα εκτόνωσης μιας κοινωνικής οργής αλλά σε καμμία περίπτωση δεν εξαντλούν την υποχρέωση αναζήτησης των ποσών που έχουν αχρεοστήτως καταβληθεί και δαπανηθεί και αναζήτησης ταυτόχρονα αποζημίωσης για την τρομακτική ζημιά που προκλήθηκε στη χώρα.
Έχοντας, λοιπόν, αυτό το δεδομένο και αυτό το στοιχείο ότι σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς θυματοποίησης και στραγγαλισμού από ένα χρέος που δεν έχει προκύψει από υπερβάσεις που έγιναν για να υπηρετηθούν οι πολίτες αλλά συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τρομακτικές υπερβάσεις που έγιναν για να γεμίσουν οι τσέπες εκείνων που είδαν την εξουσία ως μέσον οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανέλιξης. Έχουμε κάθε δικαίωμα αυτό το μάθημα να το μεταλαμπαδεύσουμε, έχουμε και κάθε υποχρέωση αυτά τα διδάγματα να τα αξιοποιήσουμε για τη συνολική αποτίμηση αυτού που σήμερα γίνεται σε επίπεδο ευρωπαϊκό και κυβερνητικό για το προσφυγικό, αυτό που σήμερα γίνεται σε επίπεδο ευρωπαϊκό και κυβερνητικό για τους εξοπλισμούς. Και να απευθυνθούμε κατάματα στους κυβερνητικούς παράγοντες και εκπροσώπους και στους Ευρωπαίους επιτετραμμένους και στους κυβερνητικούς εκπροσώπους άλλων χωρών όπως η Γαλλία, όπως η Γερμανία, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και να ρωτήσουμε: Ποιόν εξυπηρετείτε; Ποιόν εξυπηρετείτε όταν η χώρα αυτή εξακολουθεί να καταβάλλει χρήματα για εξοπλισμούς ενώ δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση των πολιτών της κι όταν στην χώρα αυτή εγκαθιδρύεται ένα στρατιωτικοποιημένο καθεστώς που υποστηρίζεται από τεράστιες δαπάνες για να αντιμετωπίσει δήθεν το προσφυγικό όταν δεν υπάρχουν οι εγγυήσεις βοήθειας και επικούρησης της διαβίωσης των ανθρώπων που έρχονται εδώ εξαθλιωμένοι και κατατρεγμένοι.

Νομίζω ότι πρέπει ξεκάθαρα να πούμε αυτό που είπε και ο Στράτος Γεωργούλας με πολύ σαφή, ρητό, έντονο, υπεύθυνο και ακριβή τρόπο ότι, δηλαδή, εδώ έχουμε μία εγκληματική δράση, συνειδητή, δεν έχουμε ούτε αμέλεια, ούτε αδυναμία. Κάποιοι επιλέγουν να θυσιάσουν ανθρώπους για να υπηρετήσουν συμφέροντα κι απέναντι σ’ αυτούς που επιλέγουν να θυσιάσουν ανθρώπους για να υπηρετήσουν συμφέροντα οι άνθρωποι είναι εκείνοι που πρέπει να αντιδράσουν, που πρέπει να ορθώσουν το ανάστημά τους ως τείχος προστασίας και ασπίδα υπεράσπισης των πιο αδύναμων αλλά και ως αυθύπαρκτη, χειραφετημένη αυτοάμυνα απέναντι σε αυτήν την εφ’ όλης της ύλης και σε όλο το φάσμα άλωσης των δικαιωμάτων, των ελευθεριών αλλά και του ίδιου του πολιτισμού που επιχειρείται.

Ελπίζω πραγματικά ότι αυτή η συζήτηση και αυτή η πρωτοβουλία θα είναι η αφετηρία πολλών ακόμη πρωτοβουλιών και συζητήσεων.

Εγώ σας δηλώνω ότι θα είμαι πάντοτε και παρούσα και επίκουρος τέτοιων προσπαθειών και θέλω να υπογραμμίζω ότι οι πράξεις των ανθρώπων είναι που κάνουν τη διαφορά. Το ότι υπάρχουν πανεπιστημιακοί που επιλέγουν το δρόμο της συνέπειας και της υπευθυνότητας και όχι τον δρόμο της εξουσίας και της συνθηκολόγησης είναι σημαντικό το ότι υπάρχει αυτή η διεθνής συμμετοχή και αυτός ο διεθνής διάλογος είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μιλάμε για τα γεγονότα με τρόπο που τα φωτίζει και τα αποκωδικοποιεί κι έχει πολύ μεγάλη σημασία επίσης, να αντιστεκόμαστε στην στρατηγική που ακολουθείται τον τελευταίο καιρό συνειδητά και πολύ οργανωμένα, που είναι η στρατηγική της πλήρους ανατροπής της ιεραρχίας, των αρχών και των αξιών. Το είπα και προηγουμένως και με τον ίδιο τρόπο θέλω να κλείσω και αυτήν μου την εισήγηση, ο άνθρωπος είναι στην κορυφή της ιεραρχίας κάθε πολιτικής και όχι η οικονομία. Η οικονομία υπάρχει μόνο για να υπηρετεί τις ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες, δεν έχει κανέναν άλλο λόγο ύπαρξης και λειτουργίας. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που πρέπει να διεκδικήσουν, λοιπόν, ξανά την θέση τους στην κορυφή της ιεραρχίας στις προτεραιότητες της πολιτικής, να το κάνουν με αποφασιστικότητα, να το κάνουν με συνείδηση ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους αλλά γι’ αυτό το δίκιο πρέπει να παλέψουν. Και πρέπει να παλέψουμε. Και πρέπει να παλέψουμε υπερασπιζόμενοι, πρώτα απ’ όλα, τους πιο αδύναμους αλλά με συνείδηση ότι υπερασπιζόμενοι τους πιο αδύναμους υπερασπιζόμαστε και τον εαυτό μας και την ψυχή μας και την ανθρώπινη φύση μας.

Σας ευχαριστώ.